επιφωνηματικός

επιφωνηματικός
-ή, -ό (AM ἐπιφωνηματικός, -ή, -όν) [επιφώνημα]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επιφώνημα
νεοελλ.
αυτός που λέγεται ως επιφώνημα ή ως επιφώνηση.
επίρρ...
επιφωνηματικώς και -ά
με τρόπο επιφωνηματικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιφωνηματικός — of the nature of an masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφωνηματικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στο επιφώνημα, που λέγεται ως επιφώνημα ή ως επιφώνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιφωνηματικά — ἐπιφωνηματικός of the nature of an neut nom/voc/acc pl ἐπιφωνηματικά̱ , ἐπιφωνηματικός of the nature of an fem nom/voc/acc dual ἐπιφωνηματικά̱ , ἐπιφωνηματικός of the nature of an fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφωνηματικώτερον — ἐπιφωνηματικός of the nature of an adverbial comp ἐπιφωνηματικός of the nature of an masc acc comp sg ἐπιφωνηματικός of the nature of an neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφωνηματικόν — ἐπιφωνηματικός of the nature of an masc acc sg ἐπιφωνηματικός of the nature of an neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφωνηματικοῖς — ἐπιφωνηματικός of the nature of an masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφωνηματική — ἐπιφωνηματικός of the nature of an fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφωνηματικήν — ἐπιφωνηματικός of the nature of an fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιφωνηματικῶς — ἐπιφωνηματικός of the nature of an adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλί — (άλλη γραφή αλλοί) και αλιά σχετλιαστικό επιφώνημα που εκφέρεται ή μόνο του ή με αντωνυμία (προσωπική, δεικτική, αναφορική) σε ονομαστική, γενική ή σε εμπρόθετο προσδιορισμό 1. αλίμονο! συμφορά μου! δυστυχία! 2. (επιτατική στη φράση) «αλί και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”